προσεγκύπτω

προσεγκύπτω
Μ
εγκύπτω προς κάτι («προσεγκύπτουσα πυκνὰ ταῑς βίβλοις», Πρόδρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ-* + ἐγκύπτω «σκύβω και εξετάζω με προσοχή, καταγίνομαι με ζήλο»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”